- χαναναίους
- χαναναῖοςCanaanitemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χαναναίους — Χαναναί̱ους , Χαναναῖος Canaanite masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σημίτες — Λαοί που ανήκουν στη σημιτική γλωσσική οικογένεια και κατ’ επέκταση, όλοι οι λαοί που συγγενεύουν με τον αραβικό φυσικό τύπο. Με τον όρο Σημίτες δηλώνεται επίσης ένα μεγάλο εθνικό σύνολο, που καταλαμβάνει από την αρχαιότητα μια μεγάλη έκταση από… … Dictionary of Greek
Χαναάν — Ονομασία που χρησιμοποιείται στη Βίβλο για να χαρακτηρίσει το έδαφος που υποσχέθηκε ο θεός στους απογόνους του Αβραάμ και που περιλαμβανόταν μεταξύ της Μεσογείου, της Νεκράς Θάλασσας, του ρου του Ιορδάνη και του Λιβάνου. H ονομασία είναι… … Dictionary of Greek
Αιλών ή Αγιαλών — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων της Παλαιστίνης. 1. Ανήκε στη φυλή των Ζαβουλών. 2. Ανήκε στους Αμοραίους. Στην κοιλάδα που βρισκόταν κοντά στην πόλη ο Ιησούς του Ναυή νίκησε τους Χαναναίους. Εκεί είπε και την περίφημη φράση «Στήτω ο ήλιος κατά… … Dictionary of Greek
βαίτυλοι — (betulus). Ονομασία λίθων κωνικού κατά κανόνα σχήματος, για τους οποίους οι σημιτικοί πληθυσμοί της συροπαλαιστινιακής περιοχής και της Αραβικής χερσονήσου είχαν ένα ιδιαίτερο είδος λατρείας. Πίστευαν πως υπάρχει σε αυτούς θεϊκή δύναμη (ο όρος… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από … Dictionary of Greek